- ἡμερόδοτος
- ἡμερό-δοτος, ον,A bestowed for a day, Theognost.Can.136 (but Ἡρόδοτος ib.84).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημερόδοτος — ἡμερόδοτος, ον (Μ) αυτός που παρέχεται για μία ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + δοτος (< δίδω μι), πρβλ. έκ δοτος, ετοιμο παρά δοτος] … Dictionary of Greek
ἡμερόδοτος — bestowed for a day masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek